Tering στα ελληνικά

Μετάφραση: tering, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φθίση, κατανάλωση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Tering στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • teren στα ελληνικά - πίσσα, κατράμι, ναύτης, πίσσας, σε πίσσα, tar, την πίσσα
  • tergen στα ελληνικά - προκαλώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί
  • term στα ελληνικά - παρακίνηση, ανάγκη, διορία, όρος, κίνητρο, τρίμηνο, χρειάζομαι, ...
  • termiet στα ελληνικά - τερμίτης, τερμιτών, των τερμιτών, τερμίτη, τερμίτες
Τυχαίες λέξεις
Tering στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φθίση, κατανάλωση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από