Κατανάλωση στα ολλανδικά
Μετάφραση: κατανάλωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
consumptie, verbruik, tering, vertering, het verbruik, de consumptie, gebruik
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατανάλωση
κατανάλωση v strom 650, κατανάλωση αντωνυμο, κατανάλωση κρέατος, κατανάλωση νερού ανά κάτοικο, κατανάλωση νερού, κατανάλωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατανάλωση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καταμερισμός στα ολλανδικά - bestemming, verdeling, verdeelsleutel, toerekening, omslag, de verdeling
- καταμετρώ στα ολλανδικά - toemeten
- κατανέμω στα ολλανδικά - rantsoen, toekennen, portie, verhouding, ratio, ratie
- καταναλωτής στα ολλανδικά - verbruiker, gebruiker, consument, de consument, consumenten, consumentenbescherming
Τυχαίες λέξεις
Κατανάλωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: consumptie, verbruik, tering, vertering, het verbruik, de consumptie, gebruik
Μεταφράσεις: consumptie, verbruik, tering, vertering, het verbruik, de consumptie, gebruik