Voedingsmiddel στα ελληνικά
Μετάφραση: voedingsmiddel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφή, θρέψη, φαγητό, θρεπτικά συστατικά, θρεπτικών συστατικών, των θρεπτικών συστατικών, θρεπτικών ουσιών, θρεπτικό συστατικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aas στα ελληνικά - ψοφίμι, δόλωμα, άσσος, ACE, ΜΕΑ, άσσο, άσος
- carrosserie στα ελληνικά - σώμα, αμάξωμα, αμαξώματος, του αμαξώματος, το αμάξωμα, αμαξωμάτων
- lak στα ελληνικά - βερνικώνω, βερνίκι, λάκα, βερνικιού, λάκας, λάκκα
- ontvankelijkheid στα ελληνικά - ευπάθεια, ευαισθησία, δεκτικότητα, δεκτικότητας, δεκτικότητά, τη δεκτικότητα, τη δεκτικότητά
Τυχαίες λέξεις
Voedingsmiddel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφή, θρέψη, φαγητό, θρεπτικά συστατικά, θρεπτικών συστατικών, των θρεπτικών συστατικών, θρεπτικών ουσιών, θρεπτικό συστατικό
Μεταφράσεις: τροφή, θρέψη, φαγητό, θρεπτικά συστατικά, θρεπτικών συστατικών, των θρεπτικών συστατικών, θρεπτικών ουσιών, θρεπτικό συστατικό