Ύψωση στα αγγλικά

Μετάφραση: ύψωση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elevation, rise, heave, levitation, resurgence
Ύψωση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ύψωση

lift
  • ανελκυστήρας
  • ασανσέρ
  • ανύψωση
  • ύψωση
  • σήκωμα
  • βοήθεια
rise
  • αύξηση
  • ανατολή
  • έγερση
  • πηγή
  • ύψωμα
  • ύψωση
heave
  • ανύψωση
  • αγών
  • αγώνας
  • ύψωση
elevation
  • υψόμετρο
  • ανύψωση
  • ύψωμα
  • ύψωση
levitation
  • μετεώριση
  • ύψωση
  • άνωση
  • τηλεκινησία
resurgence
  • αναζωπύρωση
  • ανέγερση
  • ύψωση

Σχετικές λέξεις: ύψωση

ύψωση του τιμίου και ζωοποιού σταυρού, ύψωση του σταυρού, ύψωση τιμίου σταυρού παπάγου, ύψωση σε δύναμη στη c, ύψωση σε δύναμη με επαναλαμβανόμενο τετραγωνισμό, ύψωση λεξικό γλώσσας αγγλικά, ύψωση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ύψιστος στα αγγλικά - utmost, highest, sublime, topmost, upmost
  • ύψος στα αγγλικά - height, altitude, amount, level, height of
  • ώθηση στα αγγλικά - thrust, propulsion, boost, push, impulse, impetus
  • ώμος στα αγγλικά - shoulder, shoulder is, shoulders
Τυχαίες λέξεις
Ύψωση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: elevation, rise, heave, levitation, resurgence