Vrouwtje στα ελληνικά

Μετάφραση: vrouwtje, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά
Vrouwtje στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aftreden στα ελληνικά - αποσύρομαι, παραιτηθεί, παραιτούνται, παραιτηθούν, να παραιτηθεί, παραίτησή
  • gezien στα ελληνικά - αγαπητός, ακριβός, δει, φαίνεται, θεωρείται, παρατηρείται, θεωρηθεί
  • naarstig στα ελληνικά - επιμελής, εργατικός, industriously
  • terrorisme στα ελληνικά - τρομοκρατία, τρομοκρατίας, της τρομοκρατίας, την τρομοκρατία, η τρομοκρατία
Τυχαίες λέξεις
Vrouwtje στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά