Λέξη: μοχλός

Σχετικές λέξεις: μοχλός

μοχλός κατασκευαστική, μοχλόσ κρήτη, μοχλόσ ταχυτήτων, μοχλός αγγλικά, μοχλόσ english, μοχλός α.ε, μοχλός βικιπαιδεια, μοχλός πρώτου είδους, μοχλός συνώνυμο, μοχλός για pc

Συνώνυμα: μοχλός

μπαρ, μπάρα, ράβδος, μεταλλικό τεμάχιο, λοστός, θεμέλιο, κεντρικός λίθος αψίδας, άξονας

Μεταφράσεις: μοχλός

μοχλός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lever, lever is, driver, leverage, a lever

μοχλός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
palanca, palanca de, la palanca, palanca del, de palanca

μοχλός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hebel, montiereisen, Hebel, Hebels

μοχλός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fièvre, lever, levier, balancier, levier de, le levier, manette

μοχλός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
leva, leva di, leva del, la leva, levetta

μοχλός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alavanca, nível, aplanar, alavanca de, alavanca do, a alavanca, da alavanca

μοχλός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ophalen, beuren, hendel, oprichten, hefboom, heffen, de hendel, knop

μοχλός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рычаг, вага, рукоятка, гандшпуг, рычага, обшитая, передач обшитая, рычагом

μοχλός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spak, vektstang, spaken, hendelen

μοχλός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hävstång, spak, hävarm, spaken, hävarmen

μοχλός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kohottaa, vipu, nostaa, kanki, nuppi, vipua, vivun, vivulla

μοχλός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
løftestang, håndtaget, armen, håndtag, grebet

μοχλός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vahadlo, páčka, páka, páky, páku, páčku

μοχλός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dźwignia, lewar, drążek, dźwigni, dźwignię, dźwignią

μοχλός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kar, fogantyú, kart, karral, a kart

μοχλός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
manivela, kolu, kolunu, kol, kolunun

μοχλός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рівні, важіль

μοχλός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
levë, levë të, leva, levë e, leva e

μοχλός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лост, на лоста, лоста за, рамо

μοχλός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рычаг

μοχλός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kang, käepide, hoob, käigukanginupp, hooba, kangi

μοχλός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poluga, ručica, polugu, poluge, ručicu

μοχλός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lyftistöng, stöng, stöngin, handfangið, handfang

μοχλός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
svirtis, svirtį, svirties, svertas, petys

μοχλός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
svira, kloķis, sviru, sviras, pārslēgšanās

μοχλός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лост, рачка, рачката, лостот, ја рачката

μοχλός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pârghie, maneta, levier, manetă, maneta de

μοχλός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzvod, ročica, ročice, ročico, moment

μοχλός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pákový, páka, páčka, ruční, páky, paka
Τυχαίες λέξεις