Zelfbewust στα ελληνικά

Μετάφραση: zelfbewust, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλαζόνας, υπεροπτικός, υπερόπτης, σίγουρος, αλαζονικός, συνείδηση του εαυτού τους, μόνος συνειδητή, συνείδηση του εαυτού, μόνος συνείδηση, αυτο επίγνωση
Zelfbewust στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanstekelijk στα ελληνικά - κολλητικός, contagiously
  • bewerking στα ελληνικά - προσαρμογή, πρόσφορος, ρύθμιση, εκδοχή, λειτουργία, επεξεργάζομαι, εγχείρηση, ...
  • comfortabel στα ελληνικά - άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
  • enquête στα ελληνικά - ερώτηση, ανάκριση, έρευνα, εξέταση, επισκόπηση, έρευνας, της έρευνας, ...
Τυχαίες λέξεις
Zelfbewust στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλαζόνας, υπεροπτικός, υπερόπτης, σίγουρος, αλαζονικός, συνείδηση του εαυτού τους, μόνος συνειδητή, συνείδηση του εαυτού, μόνος συνείδηση, αυτο επίγνωση