Λέξη: δάσκαλος
Σχετικές λέξεις: δάσκαλος
δάσκαλος άρτα, δάσκαλος μαθητής, δάσκαλος ετυμολογία, δάσκαλος κουτχούμι, δάσκαλος έκαψε το σχολείο, δάσκαλος και μαθητής, δάσκαλος γνωμικά, δάσκαλος με σύνδρομο down, δάσκαλος ονειροκρίτης, δάσκαλος γίνε αλήθεια αν ήρωας είσαι, ο δάσκαλος
Συνώνυμα: δάσκαλος
κύριος, άρχοντας, αυθέντης, διδάσκαλος, διδασκάλισσα
Μεταφράσεις: δάσκαλος
δάσκαλος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
teacher, instructor, tutor, master, a teacher
δάσκαλος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ayo, maestra, instructor, preceptor, tutor, profesor, maestro, profesora, docente
δάσκαλος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pädagogin, lehrkraft, privatlehrer, kursleiter, instrukteur, lehrer, ausbilderin, ausbilder, lehrprogramm, begleiter, pädagoge, lehrerin, Lehrer, Lehrerin, Lehrers
δάσκαλος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
institutrice, curateur, enseignant, éducateur, tuteur, moniteur, instructeur, professeur, pédagogue, instituteur, précepteur, lecteur, enseignants, maître, enseignante
δάσκαλος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
educatore, insegnante, maestro, tutore, istruttore, docente, insegnanti, insegnante di
δάσκαλος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instrução, toscânia, mestre, tutelar, professor, mestra, ensine, instrutor, ensinar, professora, professores, professor de
δάσκαλος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
instructeur, onderwijzen, schoolmeester, lerares, schooljuffrouw, opvoeden, leraar, onderwijzer, onderwijzeres, leerkracht, docent
δάσκαλος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
учитель, опекун, воспитательница, учительница, педагог, преподавательница, воспитатель, руководитель, инструктор, наставник, гувернер, репетитор, преподаватель, гувернёр, консультант, учителем, учителя
δάσκαλος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lærer, læreren, lærerens
δάσκαλος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lärare, läraren, lärar, lärarens
δάσκαλος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oppi-isä, opettaja, opinto-ohjaaja, opettajan, opettajien, opettajana
δάσκαλος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lærer, instruktør, læreren, underviser, teacher, lærere
δάσκαλος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vychovatel, učitel, instruktor, lektor, poručník, profesor, cvičitel, učitelka, učitele, učitelů, na učitele
δάσκαλος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
korepetytor, bakałarz, lektor, docent, instruktor, opiekun, nauczyciel, adiunkt, belfer, guwerner, wychowawca, nauczycielka, nauczycielem, nauczyciela, nauczycieli
δάσκαλος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tanár, tanári, tanító, tanárok, pedagógus
δάσκαλος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öğretmen, öğretmeni, öğretmenlik, öğretmenin
δάσκαλος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вчитель, викладач, вчителька, вихователь, повчальний, опікун, учитель, репетитор
δάσκαλος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mësues, mësuesi, mësues i, mësuese, mësuesi i
δάσκαλος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
учител, преподавател, учителите, на учителите, на учители
δάσκαλος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
настаўнік
δάσκαλος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
instruktor, juhendaja, õpetaja, õpetajate, õpetajana, õpetajakoolituse
δάσκαλος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nastavnica, učilo, učitelj, staratelj, poučavatelj, nastavnik, učiteljica, nastavnika, učitelja
δάσκαλος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kennari, kennarinn, kennara, kennarar
δάσκαλος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
magister, doctor
δάσκαλος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
instruktorius, mokytojas, mokytoja, mokytojų, mokytojo, dėstytojas
δάσκαλος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skolotājs, skolotāja, skolotāju, pasniedzējs, skolotājam
δάσκαλος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наставник, наставникот, учител, учителот, на наставниците
δάσκαλος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
profesor, instructor, cadrelor didactice, învățător, cadru didactic, a cadrelor didactice
δάσκαλος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
učiteljica, učitelj, profesor, učitelja, učiteljev, kot učitelj
δάσκαλος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
profesor, učiteľ, konzultant, učitel, učiteľa
Στατιστικά δημοτικότητας: δάσκαλος
Τυχαίες λέξεις