Birtokháborító στα ελληνικά
Μετάφραση: birtokháborító, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταπατητής, παραβάτης, αμαρτωλός, καταπατητή, trespasser
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- birtokfosztás στα ελληνικά - ejectment
- birtokháborítás στα ελληνικά - καταπάτηση, καταπάτησης, την καταπάτηση, trespassing, καταπατά
- birtoklás στα ελληνικά - κατοχή, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή
- birtokló στα ελληνικά - κάτοχος, ιδιοκτησία, που κατέχουν, κατέχουν, την ιδιοκτησία, κατέχει
Τυχαίες λέξεις
Birtokháborító στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταπατητής, παραβάτης, αμαρτωλός, καταπατητή, trespasser
Μεταφράσεις: καταπατητής, παραβάτης, αμαρτωλός, καταπατητή, trespasser