Duzzadó στα ελληνικά

Μετάφραση: duzzadó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φλεγμονή, πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως
Duzzadó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dutyi στα ελληνικά - εγκοπή, quad, τετράκλινα, τετραπλού, τετραγώνων, τετραπλής
  • dutyiban στα ελληνικά - μέσα, φυλακή, φυλάκισης, φυλάκιση, τη φυλακή, φυλακές
  • duzzanat στα ελληνικά - διογκώνω, πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως
  • duzzasztott στα ελληνικά - αναστατώνω, ταραγμένος, επεκτάθηκε, επεκταθεί, διευρυμένη, επεκτάθηκαν, επέκτεινε
Τυχαίες λέξεις
Duzzadó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φλεγμονή, πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως