Λέξη: αποβολή

Σχετικές λέξεις: αποβολή

αποβολή από τη νομή, αποβολή στον 1ο μήνα, αποβολή από το μίσθιο, αποβολή εταίρου, αποβολή στο ντιτρόιτ, αποβολή πολιτικής αγωγής, αποβολή εμβρύου, αποβολή με χάπια, αποβολή εμβρύου συμπτώματα, αποβολή ομπραντοβιτς

Συνώνυμα: αποβολή

άμβλωση, έκτρωση, έκτρωμα, εξάμβλωμα, εξάμβλωση, απέλαση, έξωση, εξάλειψη

Μεταφράσεις: αποβολή

αποβολή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
expulsion, miscarriage, abortion, elimination, excretion

αποβολή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
expulsión, aborto, malparto

αποβολή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vertreibung, fehlleitung, austreibung, ausweisung, fehlgeburt, Abtreibung, Abtreibungs, Schwangerschaftsabbruch, die Abtreibung, Abbruch

αποβολή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insuccès, avortement, expulsion, renvoi, bannissement, exil, éjection, l'avortement, avortements, un avortement

αποβολή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
espulsione, cacciata, aborto, l'aborto, dell'aborto, all'aborto, abortire

αποβολή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aborto, o aborto, abortamento, do aborto, abortos

αποβολή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
abortus, miskraam, van abortus, de abortus, abortus te

αποβολή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неудача, исключение, выселение, изгнание, оплошность, опечатка, выхлоп, ошибка, продувка, аборт, аборты, аборта, абортов, выкидыш

αποβολή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
abort, utvisning

αποβολή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
abort, aborter, abortion, aborten

αποβολή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
karkotus, epäonnistuminen, erottaminen, abortti, abortin, aborttia, aborttiin, abortista

αποβολή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
abort, aborter, svangerskabsafbrydelse

αποβολή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vypuzení, nezdar, vyhnání, vykázání, potrat, neúspěch, vypovězení, interupce, potratu, potraty, potratovost

αποβολή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wygnanie, eksmisja, wypędzenie, poronienie, pomyłka, wydalanie, wydalenie, chybić, usuwanie, przerwanie ciąży, aborcja, aborcji, aborcję

αποβολή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiutasítás, felsülés, magzatelhajtás, abortusz, abortuszt, az abortusz, az abortuszt

αποβολή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düşük, kürtaj, abortus, düşüğün, kürtajın

αποβολή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
псування, продування, виключення, прорахунки, вигнання, продувка, аборт

αποβολή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aborti, abort, abortit, abortin, abortimi

αποβολή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изгнание, аборт, абортите, аборта, аборти

αποβολή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аборт

αποβολή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väljaajamine, eksimus, abort, abordi, aborti, abortide, aborte

αποβολή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istjerivanje, pobačaj, isključenje, greška, neuspjeh, abortus, pobačaja, je pobačaj, pobačaji

αποβολή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fóstureyðing, fóstureyðingu, fósturlát, fóstureyðingar, í fóstureyðingu

αποβολή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
abortas, abortų, abortai, abortą, abortus

αποβολή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aborts, abortu, aborti, aborta, abortiem

αποβολή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
абортус, абортусот, за абортус, на абортусот, абортуси

αποβολή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
avort, avortul, avortului, de avort, avorturilor

αποβολή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potrat, splav, splava, abortion, splavu, prekinitev nosečnosti

αποβολή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
potrat, nezdar, umelé prerušenie tehotenstva, umelý potrat, prerušenie tehotenstva

Στατιστικά δημοτικότητας: αποβολή

Τυχαίες λέξεις