Elkápráztató στα ελληνικά
Μετάφραση: elkápráztató, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωραίος, έξοχος, εκθαμβωτικό, εκθαμβωτική, εκθαμβωτικά, εκτυφλωτικό, θεαματικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elkábulás στα ελληνικά - αποβλάκωση, αποχαύνωση, απομώρανση, μώρανση, απονάρκωση, αποβλάκωσης
- elkábító στα ελληνικά - εντυπωσιακός, γοητευτικός, έκπαγλος, αναισθητοποίηση, εκπληκτική, εκπληκτικό, εντυπωσιακό, ...
- elkékült στα ελληνικά - μπλε, κυανωτική, κυανωτικός, κυανωτικές, κυανωτικά, κυανωτικών
- elképesztés στα ελληνικά - τυφλώνω, θαμπώνω, θάμβος, θαμβώνω, τυφλώνουν
Τυχαίες λέξεις
Elkápráztató στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωραίος, έξοχος, εκθαμβωτικό, εκθαμβωτική, εκθαμβωτικά, εκτυφλωτικό, θεαματικά
Μεταφράσεις: ωραίος, έξοχος, εκθαμβωτικό, εκθαμβωτική, εκθαμβωτικά, εκτυφλωτικό, θεαματικά