Λέξη: διασκέδαση

Σχετικές λέξεις: διασκέδαση

διασκέδαση στην αθήνα, διασκέδαση στη θεσσαλονίκη, διασκέδαση μέχρι θανάτου pdf, διασκέδαση πάτρα, διασκέδαση αθήνα 2014, διασκέδαση chat gr, διασκέδαση μέχρι θανάτου, διασκέδαση αθήνα, διασκέδαση για παιδιά, διασκέδαση συνώνυμα

Συνώνυμα: διασκέδαση

αστείο, κέφι, κορυδαλλός, αφροντισία, κορυδαλός, γλέντι, κόμμα, πάρτι, ομάδα, κόμμα πολιτικό, ομάς, άθλημα, αθλητισμός, σπορ, σπορτ, χαρτοπαίκτης, αναψυχή, απασχόληση, χορός, ψυχαγωγία, εκτροπή, αντιπερισπασμός, περισπασμός, αναδημιουργία, αναδημιούργηση, ευθυμία, γιορτή

Μεταφράσεις: διασκέδαση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fun, merriment, merrymaking, frolic, entertainment, amusement, recreation, fun on
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
retozar, diversión, alborozo, placer, divertido, la diversión, divertida, divertirse
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
belustigung, fröhlichkeit, jux, freude, scherzen, lustig, spaß, ausgelassenheit, scherz, Spaß, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
guilleret, badin, hilarité, badiner, allégresse, folichonner, ébats, jeu, jovialité, s'ébattre, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divertimento, gioco, divertente, divertirsi, fun, divertenti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prazer, deleite, recreio, divertimento, delícia, fumigar, diversão, divertido, o divertimento, do divertimento
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
amusement, pret, schalks, plezier, genoegen, ondeugend, dartel, vermaak, schik, leuk, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дурить, потеха, шалость, курьез, предмет, утеха, веселый, резвый, шутка, резвиться, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fornøyelse, moro, fun, morsomt, gøy, morsom
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kul, nöje, roligt, roliga, rolig, gyckel
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teutaroida, hupi, hillua, hauskuus, lysti, kirmata, mukava, huvitus, kiva, pila, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fornøjelse, sjov, sjovt, sjove, det sjovt, fun
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
švanda, radost, veselý, skotačit, dovádět, veselost, rozdováděný, žertovat, dovádivý, veselí, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zabawa, bisurmanić, heca, baraszkować, swawola, igraszka, uciecha, pohasać, pofiglować, ubaw, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pajkoskodás, móka, szórakoztató, szórakozás, fun, szórakozást
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şaka, eğlence, eğlenceli, eğlenceli bir, fun, eğlenceliydi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пожвавлено, пустощі, утіха, радощі, витівка, забава, веселощі, веселість, радість, веселощах, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qejf, argëtim, kënaqësi, fun, zbavitëse, bukur
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
развлечение, шега, забавно, забавление, забавляват, забавна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
весялосьць, весялосць, веселье, весялосці
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõbu, vallatlus, nali, hullamine, hullama, lõbus, fun, nalja, tore
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šala, igra, veselje, zabavan, veselost, zabava, veselja, veseo, zabavno, zabavna, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gaman, skemmtilegur, skemmtilegt, skemmtileg, gaman að
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
malonumas, įdomus, smagu, fun, smagus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jautrība, jautri, fun, jautrības
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
забава, забавно, се забавуваат, Мотор, забавни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
distracţie, distracție, distractiv, distractie, de distracție, amuzante
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
davit, zábava, veselí, fun, zabava, zabavno, zabavna, zabavo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
veselí, zábava

Στατιστικά δημοτικότητας: διασκέδαση

Τυχαίες λέξεις