Indító στα ελληνικά

Μετάφραση: indító, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφέτης, ορεκτικό, μίζα, Starter, μίζας, εκκινητή, της μίζας
Indító στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • indítás στα ελληνικά - εκτόξευση, έναρξη, εκτόξευσης, δρομολόγηση, λανσάρισμα
  • indíték στα ελληνικά - γνέφω, κίνηση, πρόταση, κίνητρο, κινητήρια, κινητήριας, το κίνητρο, ...
  • indítókészülék στα ελληνικά - αφέτης, ορεκτικό, μίζα, Starter, μίζας, εκκινητή, της μίζας
  • indítótárcsa στα ελληνικά - γνέφω, νεύω, σήμα, σήμανση, signage, σήμανσης, σηματοδότησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Indító στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφέτης, ορεκτικό, μίζα, Starter, μίζας, εκκινητή, της μίζας