Kihatás στα ελληνικά
Μετάφραση: kihatás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχέση, στάση, έδρανο, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kihasasodás στα ελληνικά - προεξοχή, φουσκώνω, διόγκωση, εξόγκωμα, διόγκωσης
- kihasználás στα ελληνικά - χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση
- kiherélés στα ελληνικά - ευνουχισμός, ευνούχισμα, ευνουχισμό, ευνουχισμού, ο ευνουχισμός
- kihevülés στα ελληνικά - λάμψη, φεγγοβολώ, πυρακτώνομαι
Τυχαίες λέξεις
Kihatás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχέση, στάση, έδρανο, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο
Μεταφράσεις: σχέση, στάση, έδρανο, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο