Λέξη: πανικοβάλλω

Συνώνυμα: πανικοβάλλω

αλαφιάζω

Μεταφράσεις: πανικοβάλλω

πανικοβάλλω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
panic

πανικοβάλλω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pánico, de pánico, el pánico, del pánico, panic

πανικοβάλλω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schrecken, panik, panisch, terror, Panik, panic

πανικοβάλλω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
s'affoler, effroi, terreur, affolement, alarme, panique, paniquer, la panique, de panique, panic

πανικοβάλλω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
panico, sgomento, di panico, il panico, antipanico, panic

πανικοβάλλω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pânico, terror, painel, terrorismo, pavor, de pânico, do pânico, o pânico

πανικοβάλλω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontzetting, terreur, schrik, schrikbewind, paniek, panic, in paniek, paniek te, de paniek

πανικοβάλλω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
паника, переполох, замешательство, пугать, паники, панику, панике, панических

πανικοβάλλω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
panikk, panikken

πανικοβάλλω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
panisk, panik, paniken, panic, panikslagen

πανικοβάλλω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paniikki, kammo, kauhu, terrori, jänistää, paniikkia, paniikin, paniikkiin, paniikissa

πανικοβάλλω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
panik, panikken

πανικοβάλλω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
panický, poplach, hrůza, panika, panic, paniku, panická

πανικοβάλλω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
popłoch, panika, panikować, paniki, panic, panikę

πανικοβάλλω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fejvesztettség, pánik, vakrémület, pánikot, a pánik, pánikba

πανικοβάλλω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
panik, panic

πανικοβάλλω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лякати, панічний, паніка

πανικοβάλλω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
panik, paniku, panikut, paniku i, panik në

πανικοβάλλω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
терор, ужас, паника, паник, паниката, паническо

πανικοβάλλω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паніка

πανικοβάλλω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paanika, paanikat, paanikahäire, paanikas

πανικοβάλλω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzbuna, paničariti, paniku, panika, panike, paničnog, panični

πανικοβάλλω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
læti, Panic, skelfingu

πανικοβάλλω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
panika, baisumas, panikos, paniką, Panic

πανικοβάλλω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
panika, bieds, panikas, Panic, paniku, trauksmes

πανικοβάλλω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
паника, паниката, на паника, панично

πανικοβάλλω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
panică, teroare, panica, de panica, de panică, panicii

πανικοβάλλω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
panika, panike, panic, panični, paniko

πανικοβάλλω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
panický, panika, Panic
Τυχαίες λέξεις