Mérhetetlen στα ελληνικά

Μετάφραση: mérhetetlen, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πελώριος, τεράστιος, ανυπολόγιστος, ανυπολόγιστη, ανυπολόγιστες, αμέτρητη, ανυπολόγιστο
Mérhetetlen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mérges στα ελληνικά - άγριος, βάρβαρος, θυμωμένος, θυμωμένοι, οργισμένος, θυμωμένο, θυμό
  • mérgesen στα ελληνικά - καυτός, θυμωμένα, οργισμένα, θυμό, οργή, θυμωμένος
  • mérhetetlenül στα ελληνικά - απέραντα, πολύ, κατά πολύ
  • mérleg στα ελληνικά - ισοζύγιο, πλάστιγγα, ισορροπία, ζυγαριά, ισολογισμού, ισολογισμός, ισολογισμό, ...
Τυχαίες λέξεις
Mérhetetlen στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πελώριος, τεράστιος, ανυπολόγιστος, ανυπολόγιστη, ανυπολόγιστες, αμέτρητη, ανυπολόγιστο