Λέξη: γνωστικός

Σχετικές λέξεις: γνωστικός

γνωστικός συμπεριφορισμός, γνωστικός στα αρχαια, γνωστικός κονστρουκτιβισμός, γνωστικός εποικοδομισμός, γνωστικός στα αγγλικά, γνωστικός δομισμός, γνωστικός τομέας, γνωστικός γνωσιακός, γνωστικός χάρτης, γνωστικός εποικοδομητισμός

Συνώνυμα: γνωστικός

λογικός, αισθητός, αισθητικός, φρόνιμος, ισορροπημένος

Μεταφράσεις: γνωστικός

γνωστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attentive, gnostic, sensible, cognitive, a cognitive

γνωστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atento, gnóstico, gnóstica, gnósticos, gnósticas

γνωστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
achtsam, aufmerksam, Gnostiker, gnostisch, gnostischen, gnostische, gnostischer

γνωστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
honnête, poli, civil, complaisant, attentionné, obligeant, courtois, attentif, aimable, empressé, gnostique, gnostiques, Gnostic

γνωστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attento, premuroso, gnostico, gnostica, gnostici, Gnostic

γνωστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atento, atencioso, gnóstico, gnóstica, gnósticas, gnósticos, gnostic

γνωστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oplettend, aandachtig, attent, gnostische, gnostisch, gnostieke, gnostic, de gnostische

γνωστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вежливый, заботливый, бдительный, внимательный, предупредительный, пристальный, гностический, гностическая, гностическое, гностик, гностической

γνωστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gnostiske, gnostisk, gnostiker, gnostic

γνωστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppmärksam, påpasslig, gnostiska, gnostiker, gnostisk, gnostic, gnostiskt

γνωστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huomaavainen, tarkkaavainen, tarkka, valpas, gnostilaiset, gnostilainen, gnostilaisissa, Gnostinen, gnostilaisen

γνωστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opmærksom, gnostiske, gnostisk, Gnostic, skriftets gnostiske

γνωστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zdvořilý, bedlivý, laskavý, pozorný, gnostický, gnostic, gnostická, gnostické, gnostik

γνωστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomocny, uprzejmy, pilny, baczny, uważny, usłużny, troskliwy, grzeczny, gnostyk, gnostic, gnostyczny, Gnostycki

γνωστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gnosztikus, a gnosztikus, gnosztikusok, gnósztikus

γνωστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dikkatli, ruhani bilgiye ait, Gnostik, gnostic, diyagnostik, bir tarihte gnostik

γνωστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
попереджувальний, увічливий, турботливий, чемний, гностичний, гностики, гностический

γνωστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gnostik, gnostike

γνωστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гностик, гностически, гностично, гностична, гностичен

γνωστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гнастычны

γνωστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hoolitsev, gnostic, gnostiliste, gnostilist, gnostitsmi, gnostilaisissa

γνωστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
učtiv, predusretljiv, pozoran, brižljiv, pažljiv, gnostik, gnostička, Gnostičku, gnostičke, Gnostički

γνωστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðgætinn, Gnostic

γνωστικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
attentus

γνωστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atidus, gnostikų, gnostikas, Gnostic, gnostiška, Gnostyczny

γνωστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzmanīgs, Gnostic, gnostiķu

γνωστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гностичките, гностичка, Гностичката, гностик, гностичарот

γνωστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atent, gnostic, gnostică, gnostica, gnostice, gnostico

γνωστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pazljiv, Spoznavni, gnostichni, Gnostic, gnostična, gnostični

γνωστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pozorný, gnostický
Τυχαίες λέξεις