Tömör στα ελληνικά

Μετάφραση: tömör, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στερεός, συμπαγής, στέρεο, στερεό, στερεά
Tömör στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • buké στα ελληνικά - μπουκέτο, ανθοδέσμη, μπουκέτο με, ανθοδεσμών, άρωμα
  • deszka στα ελληνικά - σανίδα, επιβιβάζομαι, χαρτόνι, επιτροπή, σκάφους, του σκάφους
  • interpretálás στα ελληνικά - μετάφραση, ερμηνεία, Διερμηνεία, Διερμηνείας, Η Διερμηνεία, της ερμηνείας
  • ordinátatengely-metszet στα ελληνικά - ανακόπτω, τέμνω, τομής, σημείο τομής, τομή, αναχαίτισης, τεταγμένης
Τυχαίες λέξεις
Tömör στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στερεός, συμπαγής, στέρεο, στερεό, στερεά