Vonó στα ελληνικά
Μετάφραση: vonó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόμπος, τόξο, φιόγκος, πλώρη, πλώρης, φιόγκο, το τόξο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ellenségeskedés στα ελληνικά - τιμάριο, εχθρότητα, εχθρότητας, την εχθρότητα, εχθρικότητα, εχθρική
- hajóút στα ελληνικά - ναυτιλία, πλεύση, ταξίδι, ταξιδιού, ταξιδίου, πλου, το ταξίδι
- kapóra στα ελληνικά - χαϊδεύω, επίκαιρα, εύστοχα, επίκαιρο, ευκαιριακά
- módosuló στα ελληνικά - αλλαγή, αλλάζοντας, αλλάζει, την αλλαγή, μεταβαλλόμενο
Τυχαίες λέξεις
Vonó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόμπος, τόξο, φιόγκος, πλώρη, πλώρης, φιόγκο, το τόξο
Μεταφράσεις: κόμπος, τόξο, φιόγκος, πλώρη, πλώρης, φιόγκο, το τόξο