Агентський στα ελληνικά
Μετάφραση: агентський, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράκτορας, μεσίτης, παράγων, πρακτορείο, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο
Μεταφράσεις
- агат στα ελληνικά - αχάτη, αχάτης, agate, από αχάτη
- агент στα ελληνικά - συντελεστής, παράγοντας, χρηματομεσίτης, μεσίτης, αγγελιοφόρος, παράγων, αντιπρόσωπος, ...
- агломерат στα ελληνικά - συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος
- агломерація στα ελληνικά - συσσώρευση, συσσωμάτωση, οικισμό, συσσωμάτωσης, οικισμού
Τυχαίες λέξεις
Агентський στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράκτορας, μεσίτης, παράγων, πρακτορείο, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο
Μεταφράσεις: πράκτορας, μεσίτης, παράγων, πρακτορείο, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο