Верховенство στα ελληνικά

Μετάφραση: верховенство, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυριαρχία, κανόνας, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Верховенство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • верх στα ελληνικά - ύψος, τελειοποίηση, κορυφή, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
  • верхній στα ελληνικά - ανώτερος, κορυφή, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
  • верховина στα ελληνικά - κορυφή, ορεινός, ορεινή χώρα, Highland, ορεινών, ορεινών περιοχών
  • верховний στα ελληνικά - ανώτατος, υπέρτατος, Ανώτατο, Ανωτάτου, Ανώτατου
Τυχαίες λέξεις
Верховенство στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυριαρχία, κανόνας, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα