Вимисел στα ελληνικά

Μετάφραση: вимисел, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαντασία, ανακάλυψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη
Вимисел στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вимикання στα ελληνικά - κλείσιμο, τερματισμού, διακοπή λειτουργίας, τερματισμού λειτουργίας, shutdown
  • вимирання στα ελληνικά - αφανισμός, εξαφάνιση, εξάλειψη, εξαφάνισης, απόσβεσης, απόσβεση
  • вимкнено στα ελληνικά - μακριά, ανάπηρος, ειδικές ανάγκες, αναπηρία, με ειδικές ανάγκες, με αναπηρία
  • вимкнути στα ελληνικά - μακριά, απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήστε, απενεργοποίηση, να απενεργοποιήσετε, απενεργοποιείτε
Τυχαίες λέξεις
Вимисел στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαντασία, ανακάλυψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη