Виходжувати στα ελληνικά

Μετάφραση: виходжувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υιοθετώ, θετός, ανατρέφω, βράζω, Foster, προώθηση, Φόστερ, προωθούν
Виходжувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виходе στα ελληνικά - κείμενο, έκβαση, διάβαση, κατάληξη, παραγωγή, εξόδου, έξοδο, ...
  • виходець στα ελληνικά - υιός, καμάρι, ντόπιος, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού
  • вихолостіть στα ελληνικά - vyholostit
  • вихолощування στα ελληνικά - ευνουχισμός, ευνούχισμα, ευνουχισμό, ευνουχισμού, ο ευνουχισμός
Τυχαίες λέξεις
Виходжувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υιοθετώ, θετός, ανατρέφω, βράζω, Foster, προώθηση, Φόστερ, προωθούν