Голодний στα ελληνικά

Μετάφραση: голодний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα
Голодний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • головувати στα ελληνικά - προεδρία, προεδρεύω, προεδρεύει, προεδρεύσει, προεδρεύουν
  • голод στα ελληνικά - πείνα, λιμός, πείνας, την πείνα, της πείνας, η πείνα
  • голодування στα ελληνικά - πείνα, ασιτία, λιμοκτονία, την πείνα, λιμό
  • голодувати στα ελληνικά - λιμοκτονώ, πεινώ, πεθαίνω της πείνας, λιμοκτονήσουν, λιμοκτονούν, να λιμοκτονήσουν, λιμοκτονήσει
Τυχαίες λέξεις
Голодний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα