Λέξη: περιβαλλοντολόγος

Σχετικές λέξεις: περιβαλλοντολόγος

περιβαλλοντολόγος 2012, περιβαλλοντολόγος μηχανικός, περιβαλλοντολόγος εργασία 2014, περιβαλλοντολόγος 2014, περιβαλλοντολόγος ζητειται, περιβαλλοντολόγος θέσεις εργασίας 2014, περιβαλλοντολόγος εργασία, περιβαλλοντολόγος εργασία 2013, περιβαλλοντολόγος θέσεις εργασίας 2013, περιβαλλοντολόγος θέσεις εργασίας

Μεταφράσεις: περιβαλλοντολόγος

περιβαλλοντολόγος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conservationist, environmentalist, ecologist, campaigner, an environmentalist

περιβαλλοντολόγος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ambientalista, ecologista, ambientalistas, del ecologista, ecologistas

περιβαλλοντολόγος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
naturschützer, umweltschützer, naturschützerin, Umweltschützer, ökologe, Ökologen, Umweltschützerin

περιβαλλοντολόγος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conservateur, environnementaliste, écologiste, environnementalistes, écologistes, l'environnementaliste

περιβαλλοντολόγος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ambientalista, ecologista, ambientalisti, ecologo, l'ambientalista

περιβαλλοντολόγος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ambientalista, ecologista, ecólogo, ambientalistas, do ecologista

περιβαλλοντολόγος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
milieuactivist, milieudeskundige, milieubeweging, environmentalist

περιβαλλοντολόγος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эколог, защитник окружающей среды, эколога, экологом

περιβαλλοντολόγος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
miljøforkjemper, miljø, miljøverner, miljøforkjemperen, miljøaktivist

περιβαλλοντολόγος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
miljöaktivist, miljö, miljöaktivisten, miljövän

περιβαλλοντολόγος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ympäristönsuojelija, luonnonsuojelijoiden, ympäristönsuojelujärjestöt, ympäristöaktivisti, luonnonsuojelija

περιβαλλοντολόγος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
miljøforkæmper, miljøaktivist, miljøforkæmpere, miljøforkæmpernes

περιβαλλοντολόγος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konzervativec, ekolog, environmentalista, ochránce životního prostředí, enviromentalista, environmentalisty

περιβαλλοντολόγος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konserwator, ekologiem, ekolog, environmentalist, Enwironmentalistyczna, na rzecz ochrony środowiska

περιβαλλοντολόγος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
természetvédelmi, környezetvédő, környezetvédők, a környezetvédő, környezetvédõ

περιβαλλοντολόγος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çevreci, çevreci bir, bir çevreci

περιβαλλοντολόγος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
еколог

περιβαλλοντολόγος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjedisor, ambientalisti, ambientalist, mjedisor i, ambjentalisti

περιβαλλοντολόγος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
природозащитник, еколог, природозащитници, природозащитно, природозащитна

περιβαλλοντολόγος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эколаг, эколяг

περιβαλλοντολόγος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
looduskaitsja, keskkonnakaitsja, looduskaitse, keskkonnkaitsja, environmentalist

περιβαλλοντολόγος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stručnjak za pitanja čovjekove sredine, sredine, čovjekove sredine, zaštitu okoliša, ekolog

περιβαλλοντολόγος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
umhverfisverndarsinni, umhverfishreyfingar, og umhverfishreyfingar

περιβαλλοντολόγος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gamtosaugininkas, gamtosaugos, gamtos apsaugos pareigūnas, gamtosaugos šalininkas

περιβαλλοντολόγος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vides speciālists, environmentalist

περιβαλλοντολόγος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заштита на животната средина, еколог, еколозите, еколошкото, екологистката

περιβαλλοντολόγος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ecologist, ecologistă, ecologiștilor, ecologiști, ecologiste

περιβαλλοντολόγος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
naravovarstvenik, okoljevarstvenik, čovjekove, bo okoljevarstvenik, okoljevarstvenik na

περιβαλλοντολόγος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ekológ, ekolog
Τυχαίες λέξεις