Замащувати στα ελληνικά

Μετάφραση: замащувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλαφατίζω, επιχρίω, πασαλείφω, πασαλείβω, ανεπίχριστοι, daub
Замащувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • замаринувати στα ελληνικά - τουρσί, pickle, τουρσιών, άλμη
  • замаскувати στα ελληνικά - συγκάλυψη, μάσκα, να καλύψει, συγκαλύψουν, συγκαλύπτουν, mask
  • замерзання στα ελληνικά - ψύξη, παγερός, πάγωμα, δέσμευση, κατάψυξη, κατάψυξης, ψύξης
  • замерзати στα ελληνικά - παγώνω, κρουσταλλιάζω, καταψύχω, πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, να παγώσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Замащувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλαφατίζω, επιχρίω, πασαλείφω, πασαλείβω, ανεπίχριστοι, daub