Λέξη: ξιφασκία
Σχετικές λέξεις: ξιφασκία
ξιφασκία θεσσαλονίκη, ξιφασκία αεκ, ξιφασκία κύπρος, ξιφασκία πάτρα, ξιφασκία αθήνα, ξιφασκία μαθήματα, ξιφασκία για παιδιά, ξιφασκία games, ξιφασκία αιγάλεω, ξιφασκία χανιά
Συνώνυμα: ξιφασκία
ξιφομαχία
Μεταφράσεις: ξιφασκία
ξιφασκία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fencing, swordplay, swordsmanship, Protections, sword fighting
ξιφασκία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esgrima, cercado, la esgrima, cercas, de esgrima
ξιφασκία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fechten, einzäunend, fechtend, einzäunung, Fechten, Fecht, Zäune, Einzäunung, Umzäunung
ξιφασκία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enceinte, clôture, escrime, enclos, clôtures, l'escrime, des clôtures
ξιφασκία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scherma, recinzione, Tipo recintato, recinzioni, di scherma
ξιφασκία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esgrima, cercas, Tipo de cerca, vedação, de esgrima
ξιφασκία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schermen, hekwerk, het schermen, omheining, omheiningen
ξιφασκία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
штакетник, фехтование, забор, ограждение, ограда, фехтовальный, материал, огораживание, изгородь, ограждения, фехтованию, фехтования
ξιφασκία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fekting, gjerder, gjerde, inngjerding, gjerdet
ξιφασκία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fäktning, stängsel, staket, stängselnät
ξιφασκία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
miekkailu, aidat, fencing, aitaus
ξιφασκία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hegn, fægtning, stakit, indhegning, trådgitter, fencing
ξιφασκία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hradba, oplocení, šerm, ohrada, ploty, pletivo, pletiva
ξιφασκία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szermierka, szermierstwo, ogrodzenie, fechtunek, paserstwo, ogrodzenia, ogrodzeń
ξιφασκία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vívás, kerítések, kerítés, kerítésfonat, kerítéssel
ξιφασκία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eskrim, çit, tahta perdeler, çitler, çit duvar
ξιφασκία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
забір, паркан, обгородження, огородження, огорожу, огорожа, обгороджування, ограждение
ξιφασκία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skermë, rrethimi, gardh, gardhe
ξιφασκία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фехтовка, огради, ограда, заграждения, ограждане
ξιφασκία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агароджа, агароджу, абгароджванне, агароджванне
ξιφασκία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aiapostid, piirdeaed, vehklemine, aiad, piirded, tara, tarad
ξιφασκία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mačevanje, ograde, ograđivanje, ograda, fencing
ξιφασκία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skylmingar, girðingar, girðingaefni, girðinga, Fencing
ξιφασκία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tvora, tvoros, aptvarai, aptvarus, aptvarai iš, aptvėrimo
ξιφασκία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
žogs, paukošana, žogi, žogu, nožogojums
ξιφασκία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мечување, ограда, оградување, во мечување, огради
ξιφασκία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scrimă, gard, garduri, scrima, zăbrele
ξιφασκία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ograje, ograj, ograjo, Ograja, ograje ali zakloni
ξιφασκία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oplotenie, oplotenia, oplotení