Конвертувати στα ελληνικά

Μετάφραση: конвертувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετατρέπω, μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
Конвертувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • конвертор στα ελληνικά - νόμισμα, νομίσματος, νομισμάτων, αναξογιών, συναλλάγματος
  • конвертора στα ελληνικά - μετατροπέας, μετατροπέα, νομίσματος Μετατροπέας, του μετατροπέα, μετατροπής
  • конвеєр στα ελληνικά - ιμάντας, ζώνη, μεταφορέας, μεταφορέα, μεταφοράς, μεταφορική, μεταφορέως
  • конвульсія στα ελληνικά - σπασμός, σπασμοί, σπασμών, σπασμούς, σπασμού
Τυχαίες λέξεις
Конвертувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετατρέπω, μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή