Λέξη: τεχνικά
Σχετικές λέξεις: τεχνικά
τεχνικά βιβλία, τεχνικά λύκεια, τεχνικά χαρακτηριστικά υπολογιστών, τεχνικά χαρακτηριστικά iphone 5s, τεχνικά επαγγελματικά εκπαιδευτήρια, τεχνικά νέα, τεχνικά έργα, τεχνικά χαρακτηριστικά αυτοκινήτων, τεχνικα δολώματα, τεχνικά χρονικά, τεχνικά χαρακτηριστικά
Μεταφράσεις: τεχνικά
τεχνικά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
technically, technical, the technical
τεχνικά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
técnico, técnica, técnicos, técnicas, técnica de
τεχνικά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
technisch, technischen, technische, technischer, Fach
τεχνικά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
techniquement, technique, techniques, technique de
τεχνικά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tecnico, tecnica, tecniche, tecnici
τεχνικά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
técnico, técnica, técnicos, técnicas
τεχνικά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
technisch, technische, de technische, van technische, techniek
τεχνικά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
формально, технически, технический, техническое, технической, техническая, технического
τεχνικά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
teknisk, tekniske, teknologi
τεχνικά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
teknisk, tekniskt, tekniska, den tekniska
τεχνικά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teknisesti, tekninen, tekniset, teknisen, teknisiä, teknisten
τεχνικά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
teknisk, tekniske, den tekniske, faglig, det tekniske
τεχνικά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
technicky, technický, technické, technická, technickou, technického
τεχνικά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
technicznie, techniczny, techniczne, techniczna, technicznej, Technical
τεχνικά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szaknyelven, műszaki, technikai, a műszaki, a technikai, szakmai
τεχνικά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
teknik
τεχνικά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
технічний, технічного, технічна
τεχνικά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
teknik, teknike, teknike të, teknik i, tekniko
τεχνικά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
технически, техническа, техническата, техническо, техническия
τεχνικά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тэхнічны, тэхнічнае
τεχνικά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tehniliselt, tehniline, tehnilise, tehniliste, tehnilised, tehnilisi
τεχνικά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tehnički, tehnička, tehničko, tehničke, tehničku
τεχνικά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tæknilega, tæknileg, tækni, tæknilegar, tæknilegur
τεχνικά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
techninis, techninė, techninės, techninę, techninio
τεχνικά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tehnisks, tehniskā, tehnisko, tehniskais, tehniskās
τεχνικά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
технички, техничката, техничките, техничка, техничко
τεχνικά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tehnic, tehnică, tehnice, tehnica, tehnico
τεχνικά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tehnična, tehnično, tehnične, tehnični, tehničnega
τεχνικά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
technicky, technický, technického, technologický, technické, technická
Στατιστικά δημοτικότητας: τεχνικά
Τυχαίες λέξεις