Наглядати στα ελληνικά
Μετάφραση: наглядати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβλέπω, επιβλέπω, παραγνωρίζω, επιτηρώ, εποπτεύει, επιβλέπει, εποπτεύουν, επιβλέπουν, επίβλεψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- велосипед στα ελληνικά - ποδήλατο, ποδηλάτων, ποδηλάτου, Ενοικίαση ποδηλάτων, το ποδήλατο
- вкриття στα ελληνικά - τέντα, στεγαστικός, στέγαση, καταφύγιο, στέγη, καταφυγίου, στέγης, ...
- защібати στα ελληνικά - κουμπί, zaschibaty
- ліхтар στα ελληνικά - φακός, φανός, φανάρι, φανού, φαναριού, φανό
Τυχαίες λέξεις
Наглядати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβλέπω, επιβλέπω, παραγνωρίζω, επιτηρώ, εποπτεύει, επιβλέπει, εποπτεύουν, επιβλέπουν, επίβλεψη
Μεταφράσεις: παραβλέπω, επιβλέπω, παραγνωρίζω, επιτηρώ, εποπτεύει, επιβλέπει, εποπτεύουν, επιβλέπουν, επίβλεψη