Неспростовний στα ελληνικά
Μετάφραση: неспростовний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανώμαλος, ανώμαλο, αδιάψευστος, αδιάσειστα, αδιάψευστη, αδιάσειστη, αδιάψευστα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- балакучий στα ελληνικά - φλύαρος, γλαφυρός, ομιλητικός, κινητός, ομιλητικοί, ομιλητικό, ομιλητική
- горн στα ελληνικά - σάλπιγγα, φούρνος, κλίβανος, κόρνα, κέρατο, κέρας, κόρνας, ...
- затхлий στα ελληνικά - απεριποίητος, μπαγιάτικος, μπαγιάτικο, έωλη, πολυδιατηρημένο, μπαγιάτικη
- мета στα ελληνικά - βλέψη, σκόπιμος, προορισμός, σκοπός, στόχος, αποβλέπω, σκοπεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Неспростовний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανώμαλος, ανώμαλο, αδιάψευστος, αδιάσειστα, αδιάψευστη, αδιάσειστη, αδιάψευστα
Μεταφράσεις: ανώμαλος, ανώμαλο, αδιάψευστος, αδιάσειστα, αδιάψευστη, αδιάσειστη, αδιάψευστα