Осаджувати στα ελληνικά

Μετάφραση: осаджувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενισχύω, υποστηρίζω, πλάτη, πολιορκώ, ίζημα, καθιζάνει, καθιζάνουν, κατακρήμνιση, καθιζήσει
Осаджувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відучитися στα ελληνικά - απομανθάνω, ξεμαθαίνω, ξεμαθαίνετε και να ξαναμαθαίνετε, ξεμάθετε, ξεμάθουμε
  • дід στα ελληνικά - παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
  • етикету στα ελληνικά - βελτιώνομαι, εθιμοτυπία, εθιμοτυπίας, την εθιμοτυπία, δεοντολογία, εθιμοτυπικό
  • живописець στα ελληνικά - βαφέας, ζωγράφος, ζωγράφου, ζωγράφο
Τυχαίες λέξεις
Осаджувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενισχύω, υποστηρίζω, πλάτη, πολιορκώ, ίζημα, καθιζάνει, καθιζάνουν, κατακρήμνιση, καθιζήσει