Λέξη: λειτουργία
Σχετικές λέξεις: λειτουργία
λειτουργία tty, λειτουργία εκκίνησης εφαρμογών chrome, λειτουργία συνώνυμα, λειτουργία καταστημάτων, λειτουργία πτήσης, λειτουργία pvr μέσω usb, λειτουργία μετρό, λειτουργία σχολείων λόγω εκλογών, λειτουργία ηλιακού θερμοσίφωνα, λειτουργία πεδυ, θεία λειτουργία
Συνώνυμα: λειτουργία
μάζα, θεία λειτουργία, σωρός, όγκος, σύνολο, δράση, ενέργεια, πράξη, αγωγή, επήρεια, γραφείο, υπηρεσία, αξίωμα, λειτουργία εκκλησίας, εξυπηρέτηση, σέρβις, θητεία, υπούργημα, δεξίωση, δραστηριότητα, εγχείριση, χειρισμός, εργασία, περιποίηση
Μεταφράσεις: λειτουργία
λειτουργία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
function, operation, service, functioning, mode
λειτουργία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
funcionar, oficio, operar, operación, función, propósito, función de, la función, funciones, la función de
λειτουργία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsatz, unterroutine, arbeitsgang, aufgabe, tätigkeit, arbeiten, arbeitsablauf, unterprogramm, betrieb, gang, amt, operation, veranstaltung, bedienung, wirkung, verfahren, Funktion, Funktions, Abhängigkeit
λειτουργία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fonctionner, intervention, jouer, fonctionnons, emploi, mission, opération, exploitation, fonction, charge, fonctionnez, jeu, activité, service, agir, office, la fonction, fonctions, fonction de, fonctionnement
λειτουργία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
funzionamento, impiego, servizio, funzionare, operazione, funzione, funzione di, la funzione, funzioni, funzionalità
λειτουργία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
actuar, funcionar, ofício, cargo, fim, alvo, função, prazer, divertimento, opere, operação, operar, emprego, função de, a função, funções, de função
λειτουργία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
functioneren, doelwit, ingreep, werkkring, betrekking, honk, handeling, functie, baan, doelstelling, werken, bewerking, plaats, doel, operatie, ambt, functionaliteit, de functie, functies
λειτουργία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отправление, процесс, операция, функция, эксплуатация, назначение, творить, функционировать, управление, действовать, разработка, цель, функционирование, действие, работа, функции, функцию, функцией
λειτουργία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drift, virksomhet, funksjon, operasjon, formål, oppgave, funksjonen
λειτουργία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
funktion, operation, syssla, uppgift, funktionen
λειτουργία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tehtävä, leikkaus, tapahtuma, touhu, tarkoitus, toimi, käynti, toiminta, päämäärä, virka, toiminto, funktio, toiminnon, toimintoa
λειτουργία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
embede, fungere, arbejde, virke, formål, operation, funktion, funktionen
λειτουργία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
činnost, působit, funkce, poslání, působení, úkol, úkon, provoz, povinnost, účinnost, chod, pracovat, operace, transakce, úřad, fungování, funkci, funkcí, funkční, fungovat
λειτουργία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zadanie, akcja, czynność, obsługa, operacja, funkcjonować, funkcja, eksploatacja, możliwość, działać, funkcjonowanie, użytkowanie, działanie, funkcji, funkcją, funkcję, funkcje
λειτουργία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rendeltetés, üzemeltetés, függvény, funkció, tisztség, funkciót, funkcióval, a funkció
λειτουργία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
niyet, fonksiyon, işlev, fonksiyonu, işlevi
λειτουργία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
функціонувати, дію, функція, дія, розробка, діяти, управління, діяння, чинність, функцію, функції
λειτουργία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
punoj, qëllim, funksion, funksioni, funksionin, funksioni i, funksion i
λειτουργία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
действие, функция, функцията, функции, функция за
λειτουργία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
функцыя
λειτουργία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
operatsioon, tehe, toimima, kasutamine, funktsioon, funktsiooni, ülesanne, funktsiooniga, ülesannet
λειτουργία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posljedica, funkcije, postupak, funkcioniranje, izvršavanje, djelovati, raditi, funkcionirati, funkcija, funkciju, je funkcija, funkcioniraju
λειτουργία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
virka, aðgerð, fall, hlutverk, virkni
λειτουργία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
munus
λειτουργία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veikti, operacija, dirbti, darbas, eksploatacija, tikslas, funkcija, funkciją, funkcijos, funkcijas
λειτουργία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
darboties, nolūks, process, strādāt, funkcionēt, operācija, ekspluatācija, funkcija, funkciju, funkcijas, darbība
λειτουργία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
функција, функцијата, функцијата на, функција на, функции
λειτουργία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
funcţionare, rol, operaţie, funcție, funcția, funcției, functie, functia
λειτουργία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
funkcija, funkcijo, funkcije, delovanje, naloga
λειτουργία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
funkční, transakcia, funkcie, funkcia, vlastnosti, vlastnosti sú, nástroja
Στατιστικά δημοτικότητας: λειτουργία
Τυχαίες λέξεις