Партнер στα ελληνικά
Μετάφραση: партнер, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντροφος, ταίρι, εύθυμος, παιχνιδιάρικος, βίζα, εταίρος, εταίρο, συνεργάτη, εταίρου, συνεργάτης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акторський στα ελληνικά - δραματικός, δραματική, δραματικές, δραματικό, δραματικά
- віддання στα ελληνικά - χρήσιμος, χορήγηση, δίνοντας, βρει, να βρει, δίνει
- командувати στα ελληνικά - προσταγή, διατάζω, προστάζω, εντολή, εντολών, εντολής, διοίκηση, ...
- малодоступний στα ελληνικά - προσπέλαση, πρόσβαση, απρόσιτος, απρόσιτες, απρόσιτη, απρόσιτα, δυσπρόσιτες
Τυχαίες λέξεις
Партнер στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντροφος, ταίρι, εύθυμος, παιχνιδιάρικος, βίζα, εταίρος, εταίρο, συνεργάτη, εταίρου, συνεργάτης
Μεταφράσεις: σύντροφος, ταίρι, εύθυμος, παιχνιδιάρικος, βίζα, εταίρος, εταίρο, συνεργάτη, εταίρου, συνεργάτης