Λέξη: συγκαλώ

Σχετικές λέξεις: συγκαλώ

συγκαλώ συνωνυμα, συγκαλώ αγγλικά

Συνώνυμα: συγκαλώ

μαζεύω, συγκεντρώνω, συναθροίζω, συναθροίζομαι, επιθεωρώ, συγκαλούμαι, συνέρχομαι, συνεδριάζω

Μεταφράσεις: συγκαλώ

συγκαλώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
convene, assemble, convoke, muster

συγκαλώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
convocar, convocará, convoque, convocar a, reunirá

συγκαλώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einberufen, einzuberufen, Einberufung

συγκαλώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rassembler, descendre, rallier, convoquer, assembler, ramasser, recueillir, s'assembler, appeler, réunir, organiser, convoque, réunira

συγκαλώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
convocare, convoca, convocazione, convocherà, riunirà

συγκαλώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aprazar, convocar, reunir, convocará, convocação, convoque

συγκαλώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijeenroepen, samenroepen, bijeen, roepen, bijeen te roepen

συγκαλώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скликать, созвать, вызывать, собирать, созывать, созыве, созывает, созыва

συγκαλώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innkalle, innkalle til, kalle, sammenkalle, innkaller

συγκαλώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kalla, sammankalla, kalla till, sammanträder

συγκαλώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kokoontua, koolle, kutsua, kutsuu, kutsua koolle

συγκαλώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indkalde, indkalde til, indkalder, indkalder til, at indkalde

συγκαλώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předvolat, scházet, sejít, svolat, shromáždit, svolává, svolá, svolání, svolávat

συγκαλώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zejść, zbierać, zwoływać, zwołać, zwołania, zwołuje, zwołanie, zwoła

συγκαλώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összehív, összehívja, hívja össze, összehívni, hív össze

συγκαλώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toplanmak, toplanır, araya, toplanması, toplanacak

συγκαλώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скликати, викликати, визивати, збирати, зберіться, скликатиме, скликатися

συγκαλώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thërras, mbledh, mblidhet, thërrasë, thërret

συγκαλώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свиква, свика, свикване, да свика, да свиква

συγκαλώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
склікаць, з'яўляецца скліканне, скліканне

συγκαλώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kokku kutsuma, kokku, kutsub, kutsuda, kokku kutsuda

συγκαλώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sazove, sazivati, sazvati, saziva, sazivanje, se sastati

συγκαλώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
boða, boða til, kalla saman, boðað, boÃ

συγκαλώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sušaukti, sušaukia, sukvietė, šaukia, sukviečia

συγκαλώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sasaukt, sasauc, jāsasauc, organizē, sasauks

συγκαλώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
свика, свикува, да свика, распише, состане

συγκαλώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
convoca, convoace, convoacă, convocarea, să convoace

συγκαλώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skliče, sklicati, sklicuje, sklical, sklicala

συγκαλώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvolať, zvolanie, sa zvolať, zvolaní, zvolávať
Τυχαίες λέξεις