Прибирати στα ελληνικά

Μετάφραση: прибирати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγυρίζω, αρκετός, συγυρισμένος, τακτοποιώ, εκκαθάριση, καθαρίσει, καθαρισμό, τον καθαρισμό, να καθαρίσει
Прибирати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бездонний στα ελληνικά - φοβερός, άπατος, απύθμενος, απύθμενο, πυθμένα, χωρίς πυθμένα, πάτο
  • води στα ελληνικά - ρέω, ρυάκι, κυλώ, νερό, ύδωρ, Νερού, Water, ...
  • запилювати στα ελληνικά - γονιμοποιώ άνθος, γονιμοποιούν, επικονιάζουν, την επικονίαση, επικονίαση των
  • косинус στα ελληνικά - συνημίτονο, συνημίτονου, συνημιτόνου, συνημιτονοειδούς, συνημιτονοειδή
Τυχαίες λέξεις
Прибирати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγυρίζω, αρκετός, συγυρισμένος, τακτοποιώ, εκκαθάριση, καθαρίσει, καθαρισμό, τον καθαρισμό, να καθαρίσει