Розпочало στα ελληνικά

Μετάφραση: розпочало, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέννηση, γενέθλια, γέννα, αρχή, ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να
Розпочало στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • втілювати στα ελληνικά - εξηγώ, ενσαρκώνουν, ενσωματώνουν, ενσαρκώσει, ενσωματώνει, ενσαρκώνει
  • дільник στα ελληνικά - διαχωριστικό, διαιρέτης, διαιρέτη, διαχωριστή, divider
  • з'єднаний στα ελληνικά - μεταβατικός, κλίνω, σε συνδυασμό, συνδυασμό, συζευγμένο, συζευγμένη, συζεύγνυται
  • ксилема στα ελληνικά - ξυλώματος, ξυλήματος, ξύλημα, ξυλώδους μέρους, ξύλωμα
Τυχαίες λέξεις
Розпочало στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέννηση, γενέθλια, γέννα, αρχή, ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να