Λέξη: ένορκος

Σχετικές λέξεις: ένορκος

ένορκος δήλωση, η ένορκος, ένορκος σε δικαστήριο, τακτικός ένορκος, ο ένορκος

Συνώνυμα: ένορκος

ένορκος δικαστής, φυλαχτό, φυλακτό

Μεταφράσεις: ένορκος

ένορκος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
juror, juryman, talisman, jury, a juror

ένορκος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jurado, miembro del jurado, jurados, del jurado, los jurados

ένορκος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschworene, geschworener, vereidigter, vereidigte, Geschworene, Schöffe, Juror, Jurorin, Geschworenen

ένορκος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jury, juré, jure, jurés, membre du jury, de juré, jurée

ένορκος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giurato, giuria, juror, giurati, giurata

ένορκος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jurado, jurada, jurados, júri, juror

ένορκος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jurylid, gezworene, jury, juryleden, juror

ένορκος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
присяжный, человек, член жюри, присяжный заседатель, присяжного заседателя, присяжным заседателем

ένορκος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jurymedlem, juror, av jurymedlemmene, jurymedlemmene

ένορκος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
juror, jurymedlem, nämndeman, jurymedlemmen, juryman

ένορκος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palkintotuomari, valamies, juror, valamiehenä, lautamiehenä

ένορκος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nævning, jurymedlem, være nævning

ένορκος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
porotce, porotcem, přísedící, porotkyně, porotců

ένορκος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ławnik, sędzia, juror, jurorem, jurorów, z jurorów

ένορκος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
esküdt, zsűritag, esküdtet, zsűritagja

ένορκος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
jüri üyesi, jüri, juror, jüri üyesiysem, jüri üyelerinden

ένορκος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
присяжний, присяжного

ένορκος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
anëtar jurie, bën be, që bën be

ένορκος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съдебен заседател, заседател, журито, жури, заседателите

ένορκος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прысяжны, лаўнік

ένορκος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vandekohtunik, vandemees, juror, kohtunikuks, Asetäitja

ένορκος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
porotnik, sudac porotnik, član žirija, porotnike, porotnički

ένορκος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
juror

ένορκος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
iudex

ένορκος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žiuri narys, prisiekusiųjų, Grupės narys, prisiekusiųjų specialios sudėties, Atestuotas

ένορκος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zvērinātais, žūrijas loceklis

ένορκος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поротник, на жирито, жирито, juror, судски заседател

ένορκος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jurat, juratul, juriul, de jurat, jurați

ένορκος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
porotnik, član žirije, žirije, biti član porote, član porote

ένορκος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
porotca, porotcu, porotcov, v súdnej porote, súdnej porote
Τυχαίες λέξεις