Самородок στα ελληνικά
Μετάφραση: самородок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυμνοσάλιαγκας, σφαίρα, όγκος χρυσού, ψήγμα, το ψήγμα, ψήγμα χρυσού, βώλος από άργυρο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відчіпляти στα ελληνικά - αποκολλώ, vidchiplyaty
- гарячий στα ελληνικά - τροπικός, θερμικός, παθιασμένος, σφοδρός, μανιασμένος, πυρακτωμένος, βίαιος, ...
- декорації στα ελληνικά - τοπίο, σκηνικό, τοπία, τοπίου, σκηνικά
- крокувати στα ελληνικά - παρέλαση, βήμα, στάδιο, βαθμίδα, το βήμα, σταδίου
Τυχαίες λέξεις
Самородок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυμνοσάλιαγκας, σφαίρα, όγκος χρυσού, ψήγμα, το ψήγμα, ψήγμα χρυσού, βώλος από άργυρο
Μεταφράσεις: γυμνοσάλιαγκας, σφαίρα, όγκος χρυσού, ψήγμα, το ψήγμα, ψήγμα χρυσού, βώλος από άργυρο