Λέξη: επινοώ

Σχετικές λέξεις: επινοώ

επινοώ συνωνυμο, επινοώ συνώνυμα, επινοώ συνώνυμο, επινοώ σημασία

Συνώνυμα: επινοώ

κόβω νομίσματα, σχεδιάζω, μηχανώμαι, εφευρίσκω, ετοιμάζω, σκαρώνω, σκευωρώ, μηχανεύομαι, καταφέρνω, κατασκευάζω

Μεταφράσεις: επινοώ

επινοώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
devise, coin, fabricate, contrive, invent, concoct

επινοώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fraguar, inventar, moneda, monedas, moneda de, la moneda, de monedas

επινοώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erfinden, Münze, Münzen, Medaille

επινοώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
combiner, forger, mijoter, imaginer, inventer, concevoir, pièce de monnaie, pièce, monnaie, pièces, coin

επινοώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ideare, moneta, della moneta, coin, moneta da, di monete

επινοώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
moeda, moedas, moeda de, coin, de moedas

επινοώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzinnen, bedenken, muntstuk, munt, munten, coin, medaille

επινοώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изобрести, изобретать, вымышлять, выгадать, измыслить, выдумать, измышлять, выгадывать, легат, завещание, придумать, монета, монеты, монет, монету, монетки

επινοώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mynt, mynten, coin, mynter

επινοώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppfinna, mynt, myntet, coin

επινοώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keksiä, kolikko, kolikon, coin, kolikoilla, kolikkoa

επινοώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mønt, mønten, mønter, sag, coin

επινοώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vymýšlet, kout, vynalézt, vynalézat, zosnovat, vymyslet, mince, mincí, minci, na mince, coin

επινοώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wymyślać, wynajdować, wynaleźć, obmyślać, koncypować, wymyślić, opracowywać, moneta, monety, coin, monet, na monety

επινοώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
végrendelkezés, érme, érmét, pénzérme, érem, coin

επινοώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tasarlamak, sikke, para, Coin, jeton, madeni para

επινοώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вигадувати, винаходити, винайти, заповіт, монета, монету, монети

επινοώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sajoj, monedhë, Monedha, monedhë të, monedhës, monedhë e

επινοώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
завещание, монета, монети, монетата, на монети

επινοώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
манета, монета

επινοώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pärandus, kavandama, münt, mündi, müntide, mündid, coin

επινοώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izumiti, novčić, novac, kovanica, Coin, kovanice

επινοώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mynt, Coin, Peningasafnari, myntar, Leynipeningurinn

επινοώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
moneta, Monetų, monetos, monetas

επινοώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
monēta, Monētu, monētas, Coin, monētām

επινοώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
паричка, монета, монетите, монети, проблемот

επινοώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
monedă, monede, moneda, de monede, monedă de

επινοώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kovanec, Na kovancu, kovancu, coin, kovanec za

επινοώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mince, minca, mincí
Τυχαίες λέξεις