Стрімчастий στα ελληνικά

Μετάφραση: стрімчастий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοφτός, μπλόφα, ευθύς, ντόμπρος, απότομος, απόκρημνος, απότομη, απότομες, απότομο
Стрімчастий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • експонента στα ελληνικά - εκθέτης, εκθέτη, εκθετών, εκθέτες, του εκθέτη
  • касувати στα ελληνικά - ανακαλώ, ακυρώνω, Αναίρεση, αναιρέσετε, Χαλαρώστε, Ξεβιδώστε, Λύστε
  • контролер στα ελληνικά - επιτηρητής, επόπτης, ελεγκτής, ελεγκτή, ελέγχου, υπεύθυνος, ρυθμιστή
  • лігвище στα ελληνικά - ανάκλιντρο, καναπές, ντιβάνι, λημέρι, φωλιά, den, ντεν, ...
Τυχαίες λέξεις
Стрімчастий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοφτός, μπλόφα, ευθύς, ντόμπρος, απότομος, απόκρημνος, απότομη, απότομες, απότομο