Ντόμπρος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ντόμπρος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прямий, прямій, висловлений, стрімчастий, відвертий, обман, щиросердний, прямовисний, прямої, відверта, відверту, відверте
Ντόμπρος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντόμπρος

παρασκευάς ντόμπρος, ντόμπρος ετυμολογία, ντόμπρος συνώνυμα, ντόμπρος σημασία, ντόμπρος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ντόμπρος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ντροπαλός στα ουκρανικά - лякатись, полохливий, несміливий, нерішучий, скромний, боязкий, лякатися, ...
  • ντροπαλότητα στα ουκρανικά - сором'язливість, соромливість
  • ντόπιος στα ουκρανικά - вітчизняний, рідний, уродженець, рідної, рідній, рідна, рідне
  • ντόρος στα ουκρανικά - клопіт, метушня, відразу, утруднення, одразу, гул, гомін, ...
Τυχαίες λέξεις
Ντόμπρος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: прямий, прямій, висловлений, стрімчастий, відвертий, обман, щиросердний, прямовисний, прямої, відверта, відверту, відверте