Товпитися στα ελληνικά

Μετάφραση: товпитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλήθος, πλήθους, κοινό, κόσμος, του πλήθους
Товпитися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брань στα ελληνικά - Μπράνα, Branagh
  • життєздатний στα ελληνικά - υγιής, βιώσιμος, βιώσιμη, βιώσιμων, βιώσιμες, βιώσιμο
  • задушення στα ελληνικά - φλομώνω, ασφυξία, στραγγαλίζω, ασφυξίας, πνιγμού, η ασφυξία
  • кошеніль στα ελληνικά - κόκκινη βαφή, κοχενίλλη, κοχενίλης, Κοχενίλη, της κοχενίλης
Τυχαίες λέξεις
Товпитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλήθος, πλήθους, κοινό, κόσμος, του πλήθους