Λέξη: υποθήκη
Σχετικές λέξεις: υποθήκη
υποθήκη στα αγγλικά, υποθήκη επικαρπίας, υποθήκη ακινήτου, υποθήκη προσημείωση, υποθήκη και προσημείωση, υποθήκη σε πλοίο, υποθήκη πλοίου, αποθήκη in english, υποθήκη σπιτιού, υποθήκη σε επικαρπία
Μεταφράσεις: υποθήκη
υποθήκη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mortgage, a mortgage, the mortgage, mortgages
υποθήκη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hipoteca, hipotecario, de hipoteca, hipotecas, hipotecaria
υποθήκη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hypothek, pfand, Hypothek, Hypotheken, Pfand
υποθήκη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bloquer, hypothèque, engager, hypothéquer, hypothécaire, prêt hypothécaire, hypothécaires, hypothèques
υποθήκη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ipoteca, ipotecari, mutuo, ipotecario, mutui
υποθήκη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hipoteca, penhorar, almofariz, hipotecário, mortgage, de hipoteca, hipotecas
υποθήκη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hypotheek, hypothecaire, hypothecair, hypotheken, hypotheekrente
υποθήκη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ипотека, заведение, учреждение, закладывать, застава, заклад, заставить, залог, закладная, ипотечного, ипотечный, ипотечных, ипотеки
υποθήκη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pantelån, boliglån, pant, pante, boliglåns, lån
υποθήκη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hypotek, inteckning, hypotekslån, bolåne, hypoteks, lån
υποθήκη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiinnitys, hypoteekki, pantata, lainoittaa, asuntolaina, asuntolainojen, asuntolainan, mortgage
υποθήκη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pant, realkreditlån, realkredit, prioritetslån, prioritetsgæld
υποθήκη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hypotéka, zastavit, hypoteční, hypotéky, hypotečních, hypotečního
υποθήκη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zastawić, zastawiać, zahipotekować, hipoteka, hipotecznych, kredytów hipotecznych, hipotecznego, hipoteczny
υποθήκη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
betáblázás, jelzálog, jelzáloghitel, jelzáloghitelek
υποθήκη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ipotek, mortgage, konut, ipotekli, rehin
υποθήκη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
міномети, іпотека
υποθήκη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
peng, hipotekë, hipotekare, hipotekave, hipoteke
υποθήκη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ипотека, ипотечни, ипотечен, ипотечния, ипотечните
υποθήκη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
іпатэка
υποθήκη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hüpoteekime, pantima, kinnispant, hüpoteek, hüpoteegi, hüpoteeklaenude, hüpoteegiga, hüpoteeklaenu
υποθήκη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
založnica, jamčiti, hipoteka, zaloga, hipoteku, hipotekarni, hipotekarnih, hipoteke
υποθήκη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veð, húsnæðislána, húsnæðislánamarkaði, fasteignaveðlána, íbúðalána
υποθήκη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
hypotheca
υποθήκη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
hipoteka, hipotekos, hipotekinių, būsto, hipotekinio
υποθήκη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
hipotēka, Hipotēku, hipotekāro, hipotekārā, hipotekārās
υποθήκη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хипотека, хипотекарни, хипотекарниот, хипотекарните, хипотекарната
υποθήκη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ipotecă, ipotecare, ipotecar, credit ipotecar, ipoteca
υποθήκη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zástava, hipoteka, hipoteke, hipotekarnih, hipotekarne, hipotekarni
υποθήκη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zástava, hypotéka, hypotéky