Утомившись στα ελληνικά

Μετάφραση: утомившись, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταστατικό, νομοθεσία, κουρασμένος
Утомившись στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виселити στα ελληνικά - έξωση, εκδιώχθηκαν, εκδιωχθεί, εκδίωξαν, εκδίωξε
  • кваліфікація στα ελληνικά - τέχνη, επιδεξιότητα, φιλοτεχνία, ικανότητα, πραγματογνωμοσύνη, προσόν, Αξιολόγηση, ...
  • лазуровий στα ελληνικά - γαλανός, γαλάζιο, γαλάζια, γαλανά, καταγάλανα
  • мавпячий στα ελληνικά - πίθηκος, πιθηκοειδής, πιθήκειο, πιθήκειου, simian
Τυχαίες λέξεις
Утомившись στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταστατικό, νομοθεσία, κουρασμένος