Λέξη: δυσνόητος
Σχετικές λέξεις: δυσνόητος
δυσνόητος συνωνυμα
Συνώνυμα: δυσνόητος
σκοτεινός, αδιευκρίνιστος, αφανής, απόκρυφος, ακατανόητος, ακαταλαβίστικος
Μεταφράσεις: δυσνόητος
δυσνόητος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
recondite, obscure, abstruse, incomprehensible, tricky
δυσνόητος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disimular, vago, oscurecer, recóndito, oscuro, oscura, oscuros, obscuro, oscuras
δυσνόητος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verschleiern, vage, dunkeln, dunkel, unklar, unverständlich, undeutlich, bedecken, zudecken, verdecken, obskur, undurchsichtig
δυσνόητος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confus, sombre, couvrir, voiler, clandestin, ambigu, receler, occulte, ténébreux, ésotérique, obscurcir, dérober, indistinct, secret, dissimuler, masquer, obscur, obscure, obscures, obscurs
δυσνόητος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indistinto, recondito, oscuro, ottenebrare, ermetico, offuscare, oscurare, oscura, oscuri, oscure
δυσνόητος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
obscuro, obrigar, penhorar, obscura, obscuros, obscuras, obscurecer
δυσνόητος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbekend, obscuur, vaag, donker, onbepaald, duister, onduidelijk, obscure
δυσνόητος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
темный, редуцировать, смутный, незаметный, помрачить, пасмурный, тусклый, мрачный, невыясненный, затемнять, нелюдимый, угрюмый, невразумительный, неудобоваримый, затмить, хмурый, неясный, неясным, неясными, неясной, скрывать
δυσνόητος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uforståelig, uklar, dunkel, mørk, vag, obskure, obskur, skjule
δυσνόητος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
otydlig, vag, dunkel, oklar, dunkla, dunkelt, obscure, obskyr
δυσνόητος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
himmeä, synkkä, hämäräperäinen, käsittämätön, epäselvä, hämärtää, hämärä, epämääräinen, sekoittaa, vaikeaselkoinen, hämäriä, epäselviä
δυσνόητος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
obskure, uklar, obskur, uklare, dunkle
δυσνόητος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zastřít, nejasný, neznámý, vágní, zahalit, kalit, halit, zakrýt, skrýt, skrytý, tmavý, temný, nesrozumitelný, esoterický, nezřetelný, tajný, obskurní, nejasné, temné
δυσνόητος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skryć, ukrywać, zaciemniać, ciemny, mroczny, zaciemnić, ponury, tajemny, niejasny, niezrozumiały, niejasne
δυσνόητος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
homályos, ismeretlen, sötét, zavaros
δυσνόητος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karanlık, anlaşılmaz, belirsiz, bilinmeyen, bilinmeyen bir, muğlak
δυσνόητος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хмурий, похмурий, відлюдний, неясний, захований, примирення, невиразний, невизначений, загадковий
δυσνόητος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i panjohur, errët, të errët, e errët, i errët
δυσνόητος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неясен, неизвестен, мрачен, незначителен, затънтен
δυσνόητος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хваля, хаваць, невыразны, няясны, нявызначаны, смутны, няясную
δυσνόητος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keerukas, segane, sügav, varjama, varja, varjavad, selgusetumaks
δυσνόητος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neshvatljiv, taman, mrak, nejasan, neprimjetan, nepoznat, mračan, opskurantan
δυσνόητος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óskýr, hylja, dimmur, óljós, óljóst
δυσνόητος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neaiškus, miglotas, neaiškių, miglota, neaiškius
δυσνόητος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neskaidrs, neskaidra, neskaidri, aizsedz, neskaidras
δυσνόητος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нејасни, матни, непознати, нејасна, мрачна
δυσνόητος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neclar, obscur, obscure, obscură, obscura
δυσνόητος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
temen, obscure, nejasna, prikriti, obskuren, nejasen
δυσνόητος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nejasný, skrytý, tmavý, temný, dark
Τυχαίες λέξεις