Ухвалений στα ελληνικά
Μετάφραση: ухвалений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μύηση, εγκεκριμένα, εγκεκριμένο, εγκριθεί, που εγκρίθηκε, ενέκρινε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- асигнувати στα ελληνικά - διορίζω, αποδίδω, αναθέτω, κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, ...
- аура στα ελληνικά - φωτοστέφανο, αύρα, αύρας, την αύρα, αίγλη, aura
- затвердитися στα ελληνικά - καρφί, νυχιών, των νυχιών, νύχι, καρφιών
- каузальний στα ελληνικά - αιτιώδης συνάφεια, αιτιολογικός, συνάφεια, αιτιώδης, αιτιώδη
Τυχαίες λέξεις
Ухвалений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μύηση, εγκεκριμένα, εγκεκριμένο, εγκριθεί, που εγκρίθηκε, ενέκρινε
Μεταφράσεις: μύηση, εγκεκριμένα, εγκεκριμένο, εγκριθεί, που εγκρίθηκε, ενέκρινε