Λέξη: πρώην

Σχετικές λέξεις: πρώην

πρώην πασόκοι σατανιστές, πρώην αεροδρόμιο ελληνικού, πρώην ονειροκρίτης, πρώην σχολή ευελπίδων διεύθυνση, πρώην αμερικάνικη βάση ελληνικού, πρώην στρατόπεδο στρεμπενιώτη, πρώην σοβιετική ένωση, πρώην σχολή ευελπίδων, πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία της μακεδονίας, πρώην κουνελάκι του playboy ζει σήμερα άστεγη και ζητιάνα video

Συνώνυμα: πρώην

τέως, καθυστερημένος, αργός, βραδύνων, πρόσφατος, μακαρίτης, πρότερος, προηγούμενος, κάποτε πριν, μια φορά

Μεταφράσεις: πρώην

πρώην στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
former, ex, the former, formerly

πρώην στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
precedente, anterior, ex, antiguo, antigua, el ex

πρώην στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
früher, erstgenannt, vorig, frühere, ehemaligen, ehemalige, früheren, ehemaliger

πρώην στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
antérieur, précédent, antécédent, ancienne, passé, ancien, ex, l'ancien

πρώην στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
precedente, ex, dell'ex, primo, l'ex

πρώην στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
modelar, formar, anterior, antecedente, passado, precedente, formulário, antigo, primeiro, ex

πρώην στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verleden, gewezen, voorafgaand, voormalig, voorgaand, ex-, vroegere, vroeger, voormalige, eerste

πρώην στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
первый, бывалый, прежний, былой, предшествующий, бывший, бывшего, бывшая, экс, бывшим

πρώην στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foregående, tidligere, gamle, førstnevnte, nevnte

πρώην στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förgången, föregående, förra, fd, förre, tidigare, före detta, före

πρώην στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
edellinen, aiempi, entinen, vanha, aikaisempi, entisen, entisessä, entisten, entiset

πρώην στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbigangen, tidligere, førstnævnte, den tidligere, det tidligere, første

πρώην στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předešlý, bývalý, dřívější, bývalého, bývalá, bývalé, bývalým

πρώην στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
były, poprzedni, dawny, byłego, Była

πρώην στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korábbi, volt, egykori, előbbi, a korábbi

πρώην στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
önceki, eski, eski bir

πρώην στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
укладач, дотеперішній, модель, творець, колишній, був, колишнього, що був

πρώην στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ish-, ish, mëparshëm, i mëparshëm

πρώην στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бивш, бившия, бивша, бившата, бившият

πρώην στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
былы, Гуру, Інвентар, Мудры, Філосаф

πρώην στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
esimene, endine, endise, endiste, endises, endised

πρώην στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bivši, nekadašnju, nekadašnjih, prijašnji, bivša, bivšeg, bivssi, nekadašnji

πρώην στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fyrri, fyrrverandi, fyrrum, fyrra, áður

πρώην στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pristinus, priscus

πρώην στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
senas, buvęs, Buvusioji, Buvusi, buvusio, buvusios

πρώην στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bijušais, Bijusī, bijušo, bijušā, bijušās

πρώην στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поранешниот, поранешната, поранешен, поранешна, поранешни

πρώην στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fost, fostul, fosta, fostului, fostei

πρώην στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nekdanji, Nekdanja, bivši, nekdanjega, Nekdanje

πρώην στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bývalý, minulý, predtým, pôvodný, bývalého, bıvalı

Στατιστικά δημοτικότητας: πρώην

Τυχαίες λέξεις