Ушкоджений στα ελληνικά
Μετάφραση: ушкоджений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελαττωματικός, βλάβη, ζημιά, κατεστραμμένο, κατεστραμμένα, καταστραφεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- жати στα ελληνικά - καρπωθούν, αποκομίσουν, δρέψει, να αποκομίσουν, αποκομίσει
- збільшити στα ελληνικά - μεγεθύνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
- лежиться στα ελληνικά - lezhytsya
- матеріалізація στα ελληνικά - πραγματοποίηση, υλοποίηση, υλοποίησης, υλοποίησή, επελεύσεως
Τυχαίες λέξεις
Ушкоджений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελαττωματικός, βλάβη, ζημιά, κατεστραμμένο, κατεστραμμένα, καταστραφεί
Μεταφράσεις: ελαττωματικός, βλάβη, ζημιά, κατεστραμμένο, κατεστραμμένα, καταστραφεί